σκατοφάγος

σκατοφάγος
-α, -ο / σκατοφάγος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που τρώει κόπρανα ή ακαθαρσίες, κοπροφάγος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. σκατοφάγος
ζωολ. α) παλαιότερη ονομασία γένους ακανθοπτερύγιων περκόμορφων ιχθύων
β) γένος δίπτερων εντόμων με καστανό ή κίτρινο χρώμα, τής οικογένειας σκατοφαγίδες, που αφθονεί στα λιβάδια και αναπαράγεται μέσα στα περιττώματα τών αγελάδων, όπου οι προνύμφες του επιταχύνουν την αποσύνθεσή τους, κν. σκατόμυγα
αρχ.
προσωνυμία τού Ασκληπιού, λόγω τής συνήθειάς του να δοκιμάζει ακαθαρσίες για διαγνωστικούς σκοπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκῶρ, σκατός + -φάγος*. Η λ. με την επιστημον. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. scatophagidae].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκατοφάγος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγον — σκατοφάγος masc/fem acc sg σκατοφάγος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγου — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen sg σκατοφάγος masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγων — σκατόφαγος eating dung masc/fem/neut gen pl σκατοφάγος masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγοι — σκατοφάγος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκατοφάγ' — σκατοφάγα , σκατοφάγος neut nom/voc/acc pl σκατοφάγε , σκατοφάγος masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Coprophagia — A female Oriental Latrine Fly (Chrysomya megacephala) feeds on animal feces. Coprophagia or coprophagy is the consumption of feces, from the Greek κόπρος copros ( feces ) and φαγεῖν phagein ( to eat ). Many animal species practice coprophagia as… …   Wikipedia

  • σκατοφάς — ο, Ν σκατοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + φαΐ + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • σκατοφαγίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια δίπτερων εντόμων, με τυπικό εκπρόσωπο το γένος σκατοφάγος …   Dictionary of Greek

  • σκατοφαγώ — έω, Α [σκατοφάγος] τρώγω περιττώματα ή ακαθαρσίες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”